περιοριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιοριστικός < ελληνιστική κοινή περιοριστικός < περιορίζω < περί + αρχαία ελληνική ὁρίζω < ὅρος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική limitatif[1] [2])
Επίθετο[επεξεργασία]
περιοριστικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στον περιορισμό, που περιορίζει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- περιοριστικά
- περιοριστικώς
- → δείτε τις λέξεις περιορίζω, ορίζω και όρος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιοριστικός
- ↑ περιοριστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ περιοριστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)