πυρρόξανθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρρόξανθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυρρόξανθος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /piˈɾo.ksan.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυρ‐ρό‐ξαν‐θος
Επίθετο[επεξεργασία]
πυρρόξανθος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που είναι συνδυασμός κόκκινου και ξανθού στο χρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρρόξανθος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πυρρόξανθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πυρρόξανθος | τὸ | πυρρόξανθον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πυρροξάνθου | τοῦ | πυρροξάνθου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πυρροξάνθῳ | τῷ | πυρροξάνθῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πυρρόξανθον | τὸ | πυρρόξανθον | ||
κλητική ὦ! | πυρρόξανθε | πυρρόξανθον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πυρρόξανθοι | τὰ | πυρρόξανθᾰ | ||
γενική | τῶν | πυρροξάνθων | τῶν | πυρροξάνθων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πυρροξάνθοις | τοῖς | πυρροξάνθοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πυρροξάνθους | τὰ | πυρρόξανθᾰ | ||
κλητική ὦ! | πυρρόξανθοι | πυρρόξανθᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυρροξάνθω | τὼ | πυρροξάνθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πυρροξάνθοιν | τοῖν | πυρροξάνθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρρόξανθος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πυρρόξανθος, -ος, -ον
Πηγές[επεξεργασία]
- πυρρόξανθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)