σιαμαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σιαμαίος | η | σιαμαία | το | σιαμαίο |
γενική | του | σιαμαίου | της | σιαμαίας | του | σιαμαίου |
αιτιατική | τον | σιαμαίο | τη | σιαμαία | το | σιαμαίο |
κλητική | σιαμαίε | σιαμαία | σιαμαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σιαμαίοι | οι | σιαμαίες | τα | σιαμαία |
γενική | των | σιαμαίων | των | σιαμαίων | των | σιαμαίων |
αιτιατική | τους | σιαμαίους | τις | σιαμαίες | τα | σιαμαία |
κλητική | σιαμαίοι | σιαμαίες | σιαμαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- 1. σιαμαίος < Σιάμ + -αίος
- 2,3. σιαμαίος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική siamois
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.aˈme.os/
Επίθετο[επεξεργασία]
σιαμαίος, -α, -ο
- που μένει στο Σιάμ ή κατάγεται απ’ αυτό
- αδελφός που έχει γεννηθεί ενωμένος σε κάποιο σημείο του σώματός του με τον δίδυμο αδελφό του
- (κατ’ επέκταση) στενός κι αχώριστος με κάποιον άλλο φίλος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Σιάμ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)