σταυροφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σταυροφόρος < ελληνιστική κοινή σταυροφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε σταυρο- + -φόρος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sta.vɾoˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σταυ‐ρο‐φό‐ρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταυροφόρος αρσενικό
- (ιστορία, χριστιανισμός) άρχοντας, ιππότης ή οπλίτης, που λάμβανε μέρος σε μια σταυροφορία. Λεγόταν έτσι λόγω του σταυρού που έφερε πάνω στα ενδύματά του και την ασπίδα του
- (μεταφορικά) που αφοσιώνεται σε σημανικό στόχο και αγωνίζεται γι' αυτόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σταυρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)