όρυγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όρυγμα | τα | ορύγματα |
γενική | του | ορύγματος | των | ορυγμάτων |
αιτιατική | το | όρυγμα | τα | ορύγματα |
κλητική | όρυγμα | ορύγματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όρυγμα < αρχαία ελληνική ὄρυγμα < ὀρύσσω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όρυγμα ουδέτερο
- (λόγιο) σκαμμένο τμήμα του εδάφους (με ικανό βάθος)
- (στρατιωτικός όρος) σκαμμένη τάφρος, μέσα στην οποία προστατεύονται οι στρατιώτες από τα πυρά του εχθρού