ἀπόστροφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀπόστροφος, -ος, -ον
- που έχει στραφεί αλλού
- απομακρυσμένος
- ↪ τὰ ἀπόστροφα (τα απομακρυσμένα μέρη)
- (ελληνιστική σημασία) αποτρόπαιος, φοβερός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπόστροφος | αἱ | ἀπόστροφοι |
γενική | τῆς | ἀποστρόφου | τῶν | ἀποστρόφων |
δοτική | τῇ | ἀποστρόφῳ | ταῖς | ἀποστρόφοις |
αιτιατική | τὴν | ἀπόστροφον | τὰς | ἀποστρόφους |
κλητική ὦ! | ἀπόστροφε | ἀπόστροφοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποστρόφω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποστρόφοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ἀπόστροφος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- αποστροφή
- (γραμματική) η απόστροφος
- (θέατρο, κωμωδία) η στροφή του χορού στην παράβαση
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀπόστροφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπόστροφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἀπό- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -στροφος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Γραμματική (αρχαία ελληνικά)
- Θέατρο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)