κοντά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ κατάργηση της παραμέτρου nowiki=1 |
||
Γραμμή 68: | Γραμμή 68: | ||
{{μτφ-μέση}} |
{{μτφ-μέση}} |
||
* {{nl}} : {{τ|nl|dichtbij}}, {{τ|nl|nabij}}, {{τ|nl|daarnaast}}, {{τ|nl|ernaast}}, {{τ|nl|hiernaast}}, {{τ|nl|in de nabijheid|noentry=1}} |
* {{nl}} : {{τ|nl|dichtbij}}, {{τ|nl|nabij}}, {{τ|nl|daarnaast}}, {{τ|nl|ernaast}}, {{τ|nl|hiernaast}}, {{τ|nl|in de nabijheid|noentry=1}} |
||
* {{pap}} : {{τ|pap|aserka |
* {{pap}} : {{τ|pap|aserka}} |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|blisko}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|blisko}} |
||
* {{pt}} : {{τ|pt|juntamente}}, {{τ|pt|junto}} |
* {{pt}} : {{τ|pt|juntamente}}, {{τ|pt|junto}} |
Αναθεώρηση της 21:03, 2 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοντά < μεσαιωνική ελληνική κοντά < μεσαιωνική ελληνική κοντός
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίρρημα
κοντά
- (τοπικό) σε μικρή απόσταση στο χώρο
- Το ταχυδρομείο είναι εδώ κοντά.
- (χρονικό) σε μικρή απόσταση στο χρόνο
- Επέστρεψε στο σπίτι κοντά στο βράδυ.
- εκτός
- Κοντά στ' άλλα, έχασα το πορτοφόλι και τα κλειδιά μου!
Συνώνυμα
- τοπικό
- χρονικό
- εκτός
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- από κοντά : εκ του σύνεγγυς // σε στενή παρακολούθηση
- κοντά-κοντά : σε ελάχιστη απόσταση, δίπλα-δίπλα
- κοντά στο νου κι η γνώση : για κάτι που θεωρείται αυτονόητο
- τώρα κοντά : πρόσφατα ή άμεσα
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
κοντά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κοντά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοντό