μεταπλαστός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π:
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίση-'καλός'}}
{{el-κλίση-'καλός'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|μετα-}}'''πλασ-''' ([[μεταπλάσσω]]) + {{π|-τός}}<ref>{{Β:ΛΚΝ}}</ref>
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|μετα-}}'''πλασ-''' ([[μεταπλάσσω]]) + {{π|-τός}}<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref>


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 20:29, 27 Ιουλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταπλαστός η μεταπλαστή το μεταπλαστό
      γενική του μεταπλαστού της μεταπλαστής του μεταπλαστού
    αιτιατική τον μεταπλαστό τη μεταπλαστή το μεταπλαστό
     κλητική μεταπλαστέ μεταπλαστή μεταπλαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταπλαστοί οι μεταπλαστές τα μεταπλαστά
      γενική των μεταπλαστών των μεταπλαστών των μεταπλαστών
    αιτιατική τους μεταπλαστούς τις μεταπλαστές τα μεταπλαστά
     κλητική μεταπλαστοί μεταπλαστές μεταπλαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταπλαστός < μετα-πλασ- (μεταπλάσσω) + -τός[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐πλα‐στός

Επίθετο

μεταπλαστός, -ή, ό

  1. που έχει υποστεί, ή που μπορεί να υποστεί μετάπλαση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές