νέμω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση προτύπων
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π:
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|αορ=ένειμα|π-εν=νέμομαι|και=''κυρίως σε σύνθετα ρήματα''}}<br>
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|αορ=ένειμα|π-εν=νέμομαι|και=''κυρίως σε σύνθετα ρήματα''}}<br>
* {{αρχαιοπρ}}<ref>{{Β:Μπαμπινιώτης 2002}}</ref>
* {{αρχαιοπρ}}<ref>{{Π:Μπαμπινιώτης 2002}}</ref>
*# [[κατανέμω]], [[διανέμω]], [[μοιράζω]]
*# [[κατανέμω]], [[διανέμω]], [[μοιράζω]]
*# {{νομ}} έχω στην [[κατοχή]] μου [[εκμεταλλεύομαι]] ένα πράγμα
*# {{νομ}} έχω στην [[κατοχή]] μου [[εκμεταλλεύομαι]] ένα πράγμα
Γραμμή 112: Γραμμή 112:


==={{πηγές}}===
==={{πηγές}}===
* {{Β:Λίντελ}}
* {{Π:Λίντελ}}
* {{Β:ΛΟΓΕΙΟΝ}}
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 21:27, 27 Ιουλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νέμω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέμω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

νέμω, αόρ.: ένειμα, παθ.φωνή: νέμομαι, κυρίως σε σύνθετα ρήματα

Συγγενικά

Σύνθετα

και δείτε τα παράγωγά τους

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

νέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nem-

Ρήμα

νέμω

  1. διανέμω, μοιράζω
  2. απονέμω, προσφέρω
  3. έχω, κατέχω
  4. κατοικώ
  5. (μεταφορικά) κρίνω, νομίζω
  6. (αναφερόμενος σε ζώα) βόσκω
  7. (αναφερόμενος σε πόλη) καταστρέφω, καίω

Συγγενικά

σύνθετα:

άλλα: (και δείτε τα συγγενικά τους)

Κλίση

Πηγές