ανατρεπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανατρεπτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνατρεπτικός (που αναποδογυρίζει)
- για την πολιτική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική subversif[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.tɾe.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐τρε‐πτι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ανατρεπτικός, -ή, -ό
- που κάνει κάτι να μην ισχύει
- (πολιτική) που οδηγεί ή συμβάλλει στην πολιτική ή κοινωνική ανατροπή
- (κατʼ επέκταση) αντισυμβατικός, πρωτοποριακός, επαναστατικός
- (νομικός όρος) που ανατρέπει μια απόφαση, ακυρωτικός
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ανατρέπω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατρεπτικός
[επεξεργασία]
- ↑ ανατρεπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)