γκροτέσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκροτέσκος < ιταλική grottesco < grotta < δημώδης λατινική *grupta / *crupta < λατινική crypta < ελληνιστική κοινή κρυπτή (αντιδάνειο)
Επίθετο[επεξεργασία]
γκροτέσκος, -α, -ο
- που έχει απαίσια, τρομακτική ή περίεργη εμφάνιση και (ως εκ τούτου) φαίνεται ή είναι αλλόκοτος, γελοίος, κακόγουστος, χονδροειδής, ακαλαίσθητος, αποκρουστικός ή γελοιογραφικός
Εναλλακτικές μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «ωραίος»
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νεοελληνικές λέξεις ιταλικής προέλευσης
- Νεοελληνικές λέξεις δημώδους λατινικής προέλευσης
- Νεοελληνικές λέξεις λατινικής προέλευσης
- Νεοελληνικές λέξεις ελληνιστικής προέλευσης
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα