δαντελένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δαντελένιος | η | δαντελένια | το | δαντελένιο |
γενική | του | δαντελένιου | της | δαντελένιας | του | δαντελένιου |
αιτιατική | τον | δαντελένιο | τη | δαντελένια | το | δαντελένιο |
κλητική | δαντελένιε | δαντελένια | δαντελένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δαντελένιοι | οι | δαντελένιες | τα | δαντελένια |
γενική | των | δαντελένιων | των | δαντελένιων | των | δαντελένιων |
αιτιατική | τους | δαντελένιους | τις | δαντελένιες | τα | δαντελένια |
κλητική | δαντελένιοι | δαντελένιες | δαντελένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðan.teˈle.ɲos/ & /ðan.deˈle.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐ντε‐λέ‐νιος
- παλιότερος συλλαβισμός : δαν‐τε‐λέ‐νιος
Επίθετο
[επεξεργασία]δαντελένιος -ια -ιο
- φτιαγμένος από δαντέλα
- ⮡ δαντελένιο τραπεζομάντιλο
- ※ Αυτή ήταν η κυρία Νίτσα, μητέρα Μενελάου, ιδιοκτήτρια βίλας με κοτέτσι. Μαλλί κόκαλο από τη λακ, δαντελένιο ταγέρ μαύρο, καρφίτσα στο πέτο, καλσόν με ραφή -για μεγαλύτερη επισημότητα- και παντούφλα λουστρίνι- για μεγαλύτερη άνεση (Μαίρη Κόντζογλου, Περπάτα με τον άγγελό σου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
- άλλες μορφές: νταντελένιος, ταντελένιος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη δαντέλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)