ημικατεργασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημικατεργασμένος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἡμικατειργασμένος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ημι- + μετοχή παρακειμένου κατεργασμένος του κατεργάζομαι.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.mi.ka.teɾ.ɣaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐κα‐τερ‐γα‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ημικατεργασμένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου (μετοχή χωρίς ρήμα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κατεργάζομαι και εργάζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημικατεργασμένος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 452, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ημι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Μετοχές σύνθετες χωρίς ρήμα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)