μονότονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɔ.ˈnɔ.tɔ.nɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /mɔ.ˈnɔ.tɔ.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /mɔ.ˈnɔ.tɔ.nɔ/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
μονότονος, -η, -ο
- (μουσική) που συνίσταται από ένα επαναλαμβανόμενο ηχητικό τόνο
- (μεταφορικά) που δε χαρακτηρίζεται από ποικιλία, αλλά από επαναλαμβανόμενα στοιχεία κι, επομένως, προκαλεί ανία και πλήξη