πηρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πῆρος, πίρος, πυρός

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πηρός πηρᾱ́ τὸ πηρόν
      γενική τοῦ πηροῦ τῆς πηρᾶς τοῦ πηροῦ
      δοτική τῷ πηρ τῇ πηρ τῷ πηρ
    αιτιατική τὸν πηρόν τὴν πηρᾱ́ν τὸ πηρόν
     κλητική ! πηρέ πηρᾱ́ πηρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πηροί αἱ πηραί τὰ πηρᾰ́
      γενική τῶν πηρῶν τῶν πηρῶν τῶν πηρῶν
      δοτική τοῖς πηροῖς ταῖς πηραῖς τοῖς πηροῖς
    αιτιατική τοὺς πηρούς τὰς πηρᾱ́ς τὰ πηρᾰ́
     κλητική ! πηροί πηραί πηρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πηρώ τὼ πηρᾱ́ τὼ πηρώ
      γεν-δοτ τοῖν πηροῖν τοῖν πηραῖν τοῖν πηροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηρός < άγνωστης ετυμολογίας Δε μπορεί να συνδεθεί με το πῆμα (θλίψη), λόγω του μακρού ᾱ στον δωρικό τύπο. [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

πηρός, -ά, -όν

  1. ο σωματικά ή πνευματικά ανάπηρος, (όπως χωλός, μουγγός, τυφλός)
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 599 (στίχοι 597-599)
    στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν, εἴ περ ἂν αὐταὶ | Μοῦσαι ἀείδοιεν, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο· | αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν,
    πως θα ενικούσ᾽ επαίρονταν αυτός | και αν τραγουδούσαν οι Μούσες κόρες του Διός | κι εκείνες χολωμένες τον τύφλωσαν·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Πλούταρχος, Ηθικά, Περὶ παίδων ἀγωγῆς, 14.11c.5 @scaife.perseus
    ταῦτα δʼ ἀπαγγέλλοντος ἐκείνου πρὸς αὐτὸν καὶ πολλάκις προσιόντος εὖ οἶδʼ ἔφησεν ὅτι ὠμόν με θέλεις τῷ Κύκλωπι, παραθεῖναι, ὀνειδίζων τὸν μὲν ὅτι πηρός, τὸν δʼ ὅτι μάγειρος ἦν.
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De usu partium corporis humani I-XI Book 8 Chapter 7 (8.7), p.3.653 @scaife.perseus
    ἐπειδὴ γὰρ ἅπαξ ἐγένετο ταῦτα δὴ τὰ τοῖς σπόγγοις ἐοικότα προβλήματα τῆς κατὰ τὸν ἐγκέφαλον ἀσφαλείας ἕνεκα, πηρὸν ἐξ αὐτῶν ἐκινδύνευεν ἀποδειχθῆναι τὸ τῆς ὀσφρήσεως ὄργανον, εἰ μῆ καὶ τὴν ἀναπνοὴν προσεκτήσατο.
    άλλες μορφές: ειδικά για το «τυφλός», πῆρος στον Ησύχιομ και αιολικός τύποςπᾶρος
  2. (μεταφορικά) ανόητος
  3. (μεταφορικά) (για σκέψεις) ανόητος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δε συνδέεται το ἀπήρινος, αὐτοπηρίτης και άλλα σύνθετα του πήρα / πήρη (πορτοφόλι)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]