προσκαθήμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσκαθήμενος < αρχαία ελληνική προσκαθήμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προσκάθημαι / προσκαθέζομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.skaˈθi.me.nos/ & /pɾos.kaˈθi.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σκα‐θή‐με‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐κα‐θή‐με‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
προσκαθήμενος
- (ιστορία, Βυζαντινή Αυτοκρατορία) αγρότης «δεμένος» με τη γη που καλλιεργεί, που «δεν μπορεί» να εγκαταλείψει το κτήμα που εργάζεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη κι ούτε ν’ αλλάξει επάγγελμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κάθομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)