φούστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούστα οι φούστες
      γενική της φούστας
    αιτιατική τη φούστα τις φούστες
     κλητική φούστα φούστες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τζιν φούστα
φούστα παραδοσιακής σκοτσέζικης ανδρικής φορεσιάς

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φούστα < φουστάνι ή πιθανόν από βενετική λέξη fusta

Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]

φούστα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) ένδυμα, κυρίως γυναικείο, που καλύπτει το μέρος του σώματος κάτω από τη μέση και δεν έχει μπατζάκια
    η μίνι φούστα κάποτε θεωρήθηκε επανάσταση στη μόδα
    η σκοτσέζικη φούστα
  2. το τμήμα μιας ενδυμασίας που καλύπτει το μέρος του σώματος κάτω από τη μέση
    φόρεμα με κλος φούστα (κλος δηλαδή το κάτω μέρος του φορέματος)
  3. στενό και μακρύ πλοιάριο που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι πειρατές της Μεσογείου < ίσως από βενετική fusta
  4. η πειρατική επιδρομή κατά το μεσαίωνα και την τουρκοκρατία

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φούστα < μεσαιωνική ελληνική φοῦστα < ιταλική fusta < λατινική fustis (ραβδί, στειλιάρι, μπαστούνι,[1] ξύλο[1]) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰewd-

Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]

φούστα θηλυκό

  1. (παρωχημένο, ναυτικός όρος) στενό και μακρύ πλοιάριο που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι πειρατές της Μεσογείου
  2. (παρωχημένο, ναυτικός όρος) (κατʼ επέκταση) η πειρατική επιδρομή κατά το μεσαίωνα και την τουρκοκρατία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.