ψεκασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψεκασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψεκάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ψεκασμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που το(ν) έχουν ψεκάσει, που έχει γίνει αντικείμενο ψεκασμού
- (μεταφορικά, νεολογισμός) οπαδός (ανύπαρκτων) συνωμοσιών ή ακραίων απόψεων
- ※ Η λέξη «ψεκασμένος», με την έννοια του οπαδού θεωριών συνωμοσίας, εμφανίστηκε σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας («ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ») το 2012, με τον τίτλο «ΜΑΣ ΨΕΚΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ» (Ψεκασμένοι, Λέσχη Μπίλντερμπεργκ: Θεωρίες συνωμοσίας και πραγματικότητα, Πρώτο Θέμα, 18/09/2021, [1])
- άλλες μορφές: ψέκας, ψεκ
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ψεκάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπαδός (ανύπαρκτων) συνωμοσιών
|
οπαδός (ανύπαρκτων) συνωμοσιών