ψεκασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψεκασμένος η ψεκασμένη το ψεκασμένο
      γενική του ψεκασμένου της ψεκασμένης του ψεκασμένου
    αιτιατική τον ψεκασμένο την ψεκασμένη το ψεκασμένο
     κλητική ψεκασμένε ψεκασμένη ψεκασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψεκασμένοι οι ψεκασμένες τα ψεκασμένα
      γενική των ψεκασμένων των ψεκασμένων των ψεκασμένων
    αιτιατική τους ψεκασμένους τις ψεκασμένες τα ψεκασμένα
     κλητική ψεκασμένοι ψεκασμένες ψεκασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψεκασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψεκάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

ψεκασμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που το(ν) έχουν ψεκάσει, που έχει γίνει αντικείμενο ψεκασμού
     αντώνυμα: αψέκαστος
  2. (μεταφορικά, νεολογισμός) οπαδός (ανύπαρκτων) συνωμοσιών ή ακραίων απόψεων
    ※  Η λέξη «ψεκασμένος», με την έννοια του οπαδού θεωριών συνωμοσίας, εμφανίστηκε σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας («ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ») το 2012, με τον τίτλο «ΜΑΣ ΨΕΚΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ» (Ψεκασμένοι, Λέσχη Μπίλντερμπεργκ: Θεωρίες συνωμοσίας και πραγματικότητα, Πρώτο Θέμα, 18/09/2021, [1])
    άλλες μορφές: ψέκας, ψεκ

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

οπαδός (ανύπαρκτων) συνωμοσιών