ἀνδρείκελος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανδρείκελο

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνδρείκελος τὸ ἀνδρείκελον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνδρεικέλου τοῦ ἀνδρεικέλου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνδρεικέλ τῷ ἀνδρεικέλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνδρείκελον τὸ ἀνδρείκελον
     κλητική ! ἀνδρείκελε ἀνδρείκελον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνδρείκελοι τὰ ἀνδρείκελ
      γενική τῶν ἀνδρεικέλων τῶν ἀνδρεικέλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνδρεικέλοις τοῖς ἀνδρεικέλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνδρεικέλους τὰ ἀνδρείκελ
     κλητική ! ἀνδρείκελοι ἀνδρείκελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνδρεικέλω τὼ ἀνδρεικέλω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνδρεικέλοιν τοῖν ἀνδρεικέλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνδρείκελος < ἀνδρ- + -είκελος. Αναλύεται σε ἀνήρ + εἴκελος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀνδρείκελος, -ος, -ον

  1. όμοιος με άνδρα
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 72.6
    οὗτος γὰρ αὐτῷ πρότερον ἐντυχὼν ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι καὶ διαμόρφωσιν·
    Αυτός τον είχε συναντήσει νωρίτερα και του είχε πει ότι από όλα τα βουνά ο Άθως στη Θράκη επιδεχόταν περισσότερο πλήρη και τέλειο τύπο και μορφή ανθρώπου.
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἀνδρόμορφος
  2. ανθρωπόμορφος
  3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ομοίωμα ανθρώπου
  4. βαφή στο χρώμα του ανθρώπινου σώματος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Κρατύλοςw, 424e @scaife.perseus.org
    ἔστι δὲ ὅτε πολλὰ συγκεράσαντες, οἷον ὅταν ἀνδρείκελον σκευάζωσιν ἢ ἄλλο τι τῶν τοιούτων—ὡς ἂν οἶμαι δοκῇ ἑκάστη ἡ εἰκὼν δεῖσθαι ἑκάστου φαρμάκου—οὕτω δὴ καὶ ἡμεῖς τὰ στοιχεῖα ἐπὶ τὰ πράγματα ἐποίσομεν,
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 10.5
    ἢ εἴ σοι μίλτῳ ἀλειφόμενος καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ ἐπιδεικνύοιμί τε ἐμαυτὸν καὶ συνείην ἐξαπατῶν σε καὶ παρέχων ὁρᾶν καὶ ἅπτεσθαι μίλτου ἀντὶ τοῦ ἐμαυτοῦ χρωτός;
    ή αν αλειφόμουν και παρουσιαζόμουν σε σένα με ρόδινο χρώμα και φκιασίδωνα τα μάτια μου με ψεύτικο χρώμα όμοιο με το δέρμα μου και ζούσα κοντά σου εξαπατώντας σε συνειδητά, προσφέροντας στα μάτια και στα χάδια σου το ψεύτικο κοκκινάδι αντί για το φυσικό χρώμα του δέρματός μου;”
    Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]