Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἐμβάτης

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐμβάτης < (ἐν) ἐμ- + -βάτης < ἐμβαίνω < ἐν + βαίνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐμβάτης

  1. αυτός που εισέρχεται
  2. επιβάτης (ιδίως πλοίου), ταξιδιώτης



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐμβάτης οἱ ἐμβάται
      γενική τοῦ ἐμβάτου τῶν ἐμβατῶν
      δοτική τῷ ἐμβάτ τοῖς ἐμβάταις
    αιτιατική τὸν ἐμβάτην τοὺς ἐμβάτᾱς
     κλητική ! ἐμβάτ ἐμβάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐμβάτ
γεν-δοτ τοῖν  ἐμβάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐμβάτης < (ἐν) ἐμ- + -βάτης < ἐμβαίνω < ἐν + βαίνω
  • ελληνιστική, για την αρχιτεκτονική <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐμβάτης [] αρσενικό

  1. (υπόδηση) συνήθως στον πληθυνικό) είδος υποδήματος, μποτάκι από τσόχα· φοριόταν και από ηθοποιούς
     συνώνυμα: ἐμβάς,  και δείτε τη λέξη κόθορνος
  2. (ελληνιστική σημασία , αρχιτεκτονική) το μισό της διαμέτρου του κατώτερου τυμπάνου κίονος που χρησίμευε ως μονάδα μέτρησης[1]
    «embater», λατινική modulus στον Βιτρούβιο, De Architectura 4.3.3

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ.101, Τόμος Β - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών