ακούω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
εκφράσεις +άκουσον, άκουσον, πάταξον μεν..., ο έχων ώτα..., Συγγ++ / Κλίση: σχόλιο για τύπους ακούεις, ακούομε κλπ
Γραμμή 44: Γραμμή 44:
* [[κοσμοξάκουστος]]
* [[κοσμοξάκουστος]]
* [[κρυφακούω]]
* [[κρυφακούω]]
* [[ματακούω]]
* [[ξακουσμένος]]
* [[ξακουσμένος]]
* [[ξακουστός]]
* [[ξακουστός]]

Αναθεώρηση της 21:16, 4 Νοεμβρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακούω < αρχαία ελληνική ἀκούω

Ρήμα

ακούω και ακούγω, πρτ.: άκουγα, στ.μέλλ.: θα ακούσω, αόρ.: άκουσα, παθ.φωνή: ακούγομαι, μτχ.π.π.: ακουσμένος

  1. (αμετάβατο) έχω την αίσθηση της ακοής
    Κάτι έπαθε μετά το ατύχημα και δεν ακούει πια.
  2. (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι τους ήχους με το αφτί
    Οι φοιτητές άκουγαν τη διάλεξη με μεγάλη προσοχή.
  3. (μεταβατικό) πληροφορούμαι
    Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
  4. (μεταβατικό) Έχω προτίμηση σε κάποιο είδος μουσικής
    -Τι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούω ροκ ή κλασική μουσική.
  5. δίνω την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
    Ακούστε με, σας παρακαλώ!
  6. (αρνητικά) δεν με ενδιαφέρει κάτι
    Δεν ακούω τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.
  7. υπακούω
    Αυτό το παιδί δεν με ακούει πια καθόλου.

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

Επίσης, πιο σπάνιοι τύποι: ακούεις, ακούομε, ακούετε, κ.λπ.

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια