συντροφιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
+ αναφορές
Γραμμή 44: Γραμμή 44:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 61: Γραμμή 60:
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}
Γραμμή 74: Γραμμή 73:
*{{βλ|μαζί}}
*{{βλ|μαζί}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 12:04, 1 Απριλίου 2020

Δείτε επίσης: συντροφία, Συντροφία, συντρόφια

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντροφιά οι συντροφιές
      γενική της συντροφιάς των συντροφιών
    αιτιατική τη συντροφιά τις συντροφιές
     κλητική συντροφιά συντροφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συντροφιά < ελληνιστική κοινή συντροφία < αρχαία ελληνική σύντροφος < σύν + τρέφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική compagnie[1])

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντρο‐φιά
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐τρο‐φιά

Ουσιαστικό

συντροφιά θηλυκό

  1. συναναστροφή ανθρώπων για λόγους συμπαράστασης, βοήθειας, υποστήριξης, παρέας κ.λπ.
  2. η παραπάνω ομάδα ανθρώπων
     συνώνυμα: παρέα
  3. ομάδα ανθρώπων που έχουν κοινά ενδιαφέροντα και αναζητήσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Επίρρημα

συντροφιά

Μεταφράσεις

Αναφορές