βεντέτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αντικατάσταση κλίσ με κλίση...θάλασσα
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση θάλασσα με 'σοφία'
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'θάλασσα'}}
{{el-κλίση-'σοφία'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
# '''{{PAGENAME}}''' < {{δαν|it|el|vendetta}} < {{ετυμ|la|el|vindicta}} < {{l|vindico|la}} (εκδικούμαι) < {{l|vindex|la}} < {{l|vis|la}} + {{l|dico|la}}
# '''{{PAGENAME}}''' < {{δαν|it|el|vendetta}} < {{ετυμ|la|el|vindicta}} < {{l|vindico|la}} (εκδικούμαι) < {{l|vindex|la}} < {{l|vis|la}} + {{l|dico|la}}

Αναθεώρηση της 20:55, 4 Οκτωβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεντέτα οι βεντέτες
      γενική της βεντέτας των βεντετών
    αιτιατική τη βεντέτα τις βεντέτες
     κλητική βεντέτα βεντέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. βεντέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική vendetta < λατινική vindicta < vindico (εκδικούμαι) < vindex < vis + dico
  2. βεντέτα < άμεσο δάνειο από τη γαλλική vedette < ιταλική vedetta ή < (άμεσο δάνειο) ιταλική < vedere < video (βλέπω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd-

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; (εκδίκηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐ντέ‐τα
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐ντέ‐τα

Ουσιαστικό

βεντέτα θηλυκό

Ουσιαστικό

βεντέτα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις