κολατσιό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ενημέρωση ΔΦΑ +ετικέτα
μ προσθήκη {{clear}}
Γραμμή 27: Γραμμή 27:
* [[κολατσισμένος]]
* [[κολατσισμένος]]


{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 10:29, 16 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολατσιό τα κολατσιά
      γενική του κολατσιού των κολατσιών
    αιτιατική το κολατσιό τα κολατσιά
     κλητική κολατσιό κολατσιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολατσιό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολατσιό / κολατσίον < βενετική colazion / ιταλικά colazione < λατινική collatio < confero < fero

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λα‐τσιό

Ουσιαστικό

κολατσιό ουδέτερο

Άλλες μορφές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις