εκκεντρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκεντρικός < εκ- + κεντρικός (λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική excentrique < λατινική eccentricus < (ελληνιστική κοινή) ἔκκεντρος) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
εκκεντρικός, -ή, -ό
- που είναι αρκετά διαφορετικός από αυτό που θεωρείται συνηθισμένο και φαίνεται πολύ παράδοξος ή ιδιόρρυθμος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εκκεντρικά
- εκκεντρικότητα
- → δείτε τις λέξεις εκ και κέντρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκκεντρικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εκκεντρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'κεντρικός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)