αυτοκέφαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοκέφαλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐτοκέφαλος [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ftoˈce.fa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐κέ‐φα‐λος
Επίθετο
[επεξεργασία]αυτοκέφαλος, -η, -ο
- (εκκλησιαστικός όρος, νομικός όρος) που έχει δική του διοίκηση και εξουσία, ανεξάρτητα από άλλο κέντρο διοίκησης και εξουσίας
- (σπάνιο) αυτεξούσιος, ανεξάρτητος
- (ιδιωματικό) ξεροκέφαλος [2]
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοκέφαλες εκκλησίες, υποδιαιρέσεις
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αυτοκέφαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αυτοκέφαλος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)