διαβόητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβόητος η διαβόητη το διαβόητο
      γενική του διαβόητου της διαβόητης του διαβόητου
    αιτιατική τον διαβόητο τη διαβόητη το διαβόητο
     κλητική διαβόητε διαβόητη διαβόητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβόητοι οι διαβόητες τα διαβόητα
      γενική των διαβόητων των διαβόητων των διαβόητων
    αιτιατική τους διαβόητους τις διαβόητες τα διαβόητα
     κλητική διαβόητοι διαβόητες διαβόητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαβόητος < ελληνιστική κοινή διαβόητος < αρχαία ελληνική βοάω / βοῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική notoire)

Επίθετο[επεξεργασία]

διαβόητος, -η, -ο

  • πασίγνωστος (για κάτι αρνητικό)
    • ο διαβόητος εγκληματίας Χ δραπέτευσε ξανά από τις φυλακές
    • Λίγα χρόνια πριν από την παραπάνω συνάντηση των «πρώην εχθρών» και είκοσι χρόνια ακριβώς μετά την επιστροφή του από τα διαβόητα τάγματα εργασίας, ο Ηλίας Βενέζης είχε βρεθεί και πάλι αντιμέτωπος με τον χάρο, όμηρος στο κελί των μελλοθανάτων των Φυλακών Αβέρωφ. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διαβόητος τὸ διαβόητον
      γενική τοῦ/τῆς διαβοήτου τοῦ διαβοήτου
      δοτική τῷ/τῇ διαβοήτ τῷ διαβοήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν διαβόητον τὸ διαβόητον
     κλητική ! διαβόητε διαβόητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διαβόητοι τὰ διαβόητα
      γενική τῶν διαβοήτων τῶν διαβοήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς διαβοήτοις τοῖς διαβοήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διαβοήτους τὰ διαβόητα
     κλητική ! διαβόητοι διαβόητα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαβόητος < αρχαία ελληνική διαβόητος < διά + βοάω / βοῶ

Επίθετο[επεξεργασία]

διαβόητος, -η, -ο




Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διαβόητος τὸ διαβόητον
      γενική τοῦ/τῆς διαβοήτου τοῦ διαβοήτου
      δοτική τῷ/τῇ διαβοήτ τῷ διαβοήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν διαβόητον τὸ διαβόητον
     κλητική ! διαβόητε διαβόητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διαβόητοι τὰ διαβόητ
      γενική τῶν διαβοήτων τῶν διαβοήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς διαβοήτοις τοῖς διαβοήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διαβοήτους τὰ διαβόητ
     κλητική ! διαβόητοι διαβόητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαβοήτω τὼ διαβοήτω
      γεν-δοτ τοῖν διαβοήτοιν τοῖν διαβοήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαβόητος < διά + αρχαία ελληνική βοάω / βοῶ

Επίθετο[επεξεργασία]

διαβόητος, -η, -ο(ελληνιστική κοινή)

  1. περίφημος, περιβόητος, ονομαστός, διάσημος
    ἦν δὲ διαβόητος τοῖς θεωμένοις ἅπασιν Ἀνθία ἡ καλή. (Ξενοφών ο Εφέσιος, Ἐφεσιακά, 1, 2, 7, 6-7)
  2. επαινούμενος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]