επιμέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιμέλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιμέλεια < ἐπιμελής < ἐπί + μέλω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.piˈme.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐μέ‐λει‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιμέλεια θηλυκό
- η φροντίδα και το ενδιαφέρον για κάτι
- (νομικός όρος) η ανάληψη της ευθύνης και η φροντίδα προς κάποιο πρόσωπο που δεν μπορεί να φροντίζει μόνο του τον εαυτό του
- → δείτε τη λέξη κηδεμονία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη επιμελής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νομικός όρος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)