ευπρόσδεκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευπρόσδεκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐπρόσδεκτος < αρχαία ελληνική εὖ + προσδέχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + προσ- + δεκτός
Επίθετο[επεξεργασία]
ευπρόσδεκτος, -η, -ο
- που τον δεχόμαστε με ευχαρίστηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ευπρόσδεχτος (προφορικό)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευπρόσδεκτα (επίρρημα)
- → δείτε τις λέξεις ευ, προσδέχομαι, προς και δέχομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προσ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)