λεύκινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λεύκινος | η | λεύκινη | το | λεύκινο |
γενική | του | λεύκινου | της | λεύκινης | του | λεύκινου |
αιτιατική | τον | λεύκινο | τη | λεύκινη | το | λεύκινο |
κλητική | λεύκινε | λεύκινη | λεύκινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λεύκινοι | οι | λεύκινες | τα | λεύκινα |
γενική | των | λεύκινων | των | λεύκινων | των | λεύκινων |
αιτιατική | τους | λεύκινους | τις | λεύκινες | τα | λεύκινα |
κλητική | λεύκινοι | λεύκινες | λεύκινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεύκινος < αρχαία ελληνική λεύκινος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈlef.ci.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λεύ‐κι‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
λεύκινος, -η, -ο
- που το κύριο υλικό είναι ξύλο λεύκας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεύκινος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λεύκινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)