ξενοδοχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξενοδοχείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ξενοδοχεῖον[1] < ξενοδόχος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kse.no.ðoˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐νο‐δο‐χεί‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξενοδοχείο ουδέτερο
- εγκατάσταση (κτήριο ή συγκρότημα) της οποίας τα επιπλωμένα δωμάτια ή διαμερίσματα ενοικιάζονται για περιορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως για μερικές ημέρες) σε επισκέπτες, στους οποίους παρέχονται πέραν της διαμονής και άλλες υπηρεσίες (πρωινό, γεύμα κ.λπ.)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξενοδοχείο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ξενοδοχείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)