ταινία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταινία | οι | ταινίες |
γενική | της | ταινίας | των | ταινιών |
αιτιατική | την | ταινία | τις | ταινίες |
κλητική | ταινία | ταινίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταινία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταινία. Για το παράσιτο, ελληνιστική σημασία.
- για την κινηματογραφική ταινία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bande [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /teˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ται‐νί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταινία θηλυκό
- στενή λωρίδα από ύφασμα ή άλλο υλικό που μπορεί και να τυλιχτεί σε ρολό
- εκφράσεις: μονωτική ταινία: αυτοκόλλητη ταινία που χρησιμοποιείται για να απομονωθούν ηλεκτρικά καλώδια
- (κινηματογράφος) κινηματογραφικό έργο με μεγάλη ή μικρή διάρκεια
- ⮡ ταινία μεγάλου μήκους, ταινία μικρού μήκους
- (ιατρική, κτηνιατρική, παράσιτο) παρασιτικός οργανισμός που προσβάλλει τα έντερα του ανθρώπου και άλλων ζώων
- → δείτε τις λέξεις εχινόκοκκος και ταινιοσκώληκας
Συγγενικά
[επεξεργασία]σύνθετα, παράγωγα και συγγενικά:
- με ταινιο-, ταινι-
- σύνθετα με -ταινία όπως ενδεικτικά
- Όροι με -ταινία, Όροι με ταινι(ο)- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στενή λωρίδα υφάσματος ή άλλου υλικού
|
μονωτική ταινία
|
παρασιτικός οργανισμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ταινία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ταινία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταινία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Κτηνιατρική (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)