τολμητίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τολμητίας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τολμητίας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tol.miˈti.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τολ‐μη‐τί‐ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τολμητίας αρσενικό
- τολμηρός άνθρωπος
- ※ Και καλά ο τύπος ή η τύπισσα που έγραψε το ονοματεπώνυμό του στην κόλλα των εξετάσεων, την παρέδωσε και σηκώθηκε να φύγει. Μπορεί να το έκανε για οποιονδήποτε λόγο. Πες ότι είχε βάλει στοίχημα ότι μπορεί να περάσει και έτσι. Υποθέτω, δε, ότι ως τολμητίας θα είχε απαιτήσει υψηλή απόδοση σε περίπτωση που προέκυπτε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
- Τάκης Θεοδωρόπουλος, Μόνο να γράφεις τ’ όνομά σου, Η Καθημερινή, 1 Σεπτεμβρίου 2020
- ※ Και καλά ο τύπος ή η τύπισσα που έγραψε το ονοματεπώνυμό του στην κόλλα των εξετάσεων, την παρέδωσε και σηκώθηκε να φύγει. Μπορεί να το έκανε για οποιονδήποτε λόγο. Πες ότι είχε βάλει στοίχημα ότι μπορεί να περάσει και έτσι. Υποθέτω, δε, ότι ως τολμητίας θα είχε απαιτήσει υψηλή απόδοση σε περίπτωση που προέκυπτε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τόλμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τολμητίας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- τολμητίας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τολμητίας < ελληνιστική κοινή τολμητίας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τολμητίας αρσενικό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τόλμη
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τολμητίᾱς | οἱ | τολμητίαι | ||||
γενική | τοῦ | τολμητίου | τῶν | τολμητιῶν | ||||
δοτική | τῷ | τολμητίᾳ | τοῖς | τολμητίαις | ||||
αιτιατική | τὸν | τολμητίᾱν | τοὺς | τολμητίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | τολμητίᾱ | τολμητίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τολμητίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τολμητίαιν | ||||||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τολμητίας (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τολμη(τής) + -τίας [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τολμητίας αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη τόλμα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «τόλμη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- τολμητίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νεανίας' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -τίας (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)