τραυματίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | τραυματίας | οι | τραυματίες |
γενική | του/της | τραυματία | των | τραυματιών |
αιτιατική | τον/την | τραυματία | τους/τις | τραυματίες |
κλητική | τραυματία | τραυματίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τραυματίας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τραυματίας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τραυματίας αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει υποστεί τραυματισμό, ο τραυματισμένος
- ⮡ ο απολογισμός του τραγικού τροχαίου ήταν δύο νεκροί και δύο τραυματίες
Σύνθετα
[επεξεργασία]- τραυματιοφορέας
- πολυτραυματίας
- → δείτε τη λέξη τραύμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τραυματίᾱς | οἱ | τραυματίαι |
γενική | τοῦ | τραυματίου | τῶν | τραυματιῶν |
δοτική | τῷ | τραυματίᾳ | τοῖς | τραυματίαις |
αιτιατική | τὸν | τραυματίᾱν | τοὺς | τραυματίᾱς |
κλητική ὦ! | τραυματίᾱ | τραυματίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τραυματίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τραυματίαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
[επεξεργασία]- τραυματίας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τραυματίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ταμίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)