φαντασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαντασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαντασία
- για τη μουσική < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική fantasia < αρχαία ελληνική φαντασία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fan.daˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐ντα‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαντασία θηλυκό
- (ψυχολογία) η ψυχική ικανότητα της αναπαράστασης γεγονότων ή πραγμάτων
- (μειωτικό) κάτι που δεν είναι πραγματικό αλλά έχει αναπαραχθεί στο μυαλό κάποιου
- ↪ αυτά έγιναν μόνο στη φαντασία του
- (μεταφορικά) έπαρση
- (μουσική) μουσική σύνθεση με ελεύθερη μορφή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που φαντάζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φαντασίᾱ | αἱ | φαντασίαι |
γενική | τῆς | φαντασίᾱς | τῶν | φαντασιῶν |
δοτική | τῇ | φαντασίᾳ | ταῖς | φαντασίαις |
αιτιατική | τὴν | φαντασίᾱν | τὰς | φαντασίᾱς |
κλητική ὦ! | φαντασίᾱ | φαντασίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαντασίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φαντασίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]φαντασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαντασία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- φαντασία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαντασία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φιλοσοφία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)