χράω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]χράω < συγγενές με χρή, χρῄζω, χρῆμα
Ρήμα
[επεξεργασία]χράω (1) ιωνικός τύπος χρέω, χράομαι-χρῶμαι
- χρησμοδοτώ, δίνω χρησμό, διακηρύττω (εγώ, ο θεός)
- χρείων μυθήσατο Φοῖβος
- ρωτώ το θεό, συμβουλεύομαι, παίρνω χρησμό
- τὰ ἐκ Δελφῶν οὕτω τῷ Κροίσῳ ἐχρήσθη
- ὅσοι μαντικὴν νομίζοντες οἰωνοῖς χρῶνται
- ἰητρῷ μὴ χρωμένους : που δεν συμβουλεύονται γιατρό
- παρέχω, εφοδιάζω, δανείζω
- οὐ δεδωκώς, ἀλλὰ χρήσας
- κάνω χρήση, χρησιμοποιώ,
- ἀκμαζούσῃ τῇ ῥώμῃ τῶν χειρῶν χρώμενος, ἐσθῆτι τοιῇδε χρέωνται, ὅστις ἐμπύρῳ τέχνῃ χρῆται (μαντεύει από θυσίες στην πυρά), χρῆται ἀργυρίῳ (κάνει χρήση του χρήματος), ἰχθύσι (για τροφή), οἴνῳ (πίνει), χρώμενοι τῇ πόλει (μετέχω στα πολιτικά πράγματα) ἐκκλησίαισιν ἦν ὅτ᾽ οὐκ ἐχρώμεθα
- παθαίνω, υφίσταμαι, υπόκειμαι
- διαθέτω, έχω
- κέχρηται μικραῖς διαφοραῖς, κέχρηται θριξὶ ξανθαῖς
- αὕτη ἡ χώρη ὕδασι κάλλιστα κέχρηται
- η μετοχή κεχρημένος: στερημένος, άπορος, πάμφτωχος ή εκείνος που έχει μεγάλη ανάγκη, επιθυμιά για κάτι
- νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικός
- η μετοχή κεχρησμένος: αυτός που τον είχαν προφητέψει
- τὸν κεχρησμένον θάνατον
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]χράω < συγγενές του χραίνω και χρίω
Ρήμα
[επεξεργασία]χράω (2)
- αγγίζω ελαφρά
- τσουγκρανίζω, πληγώνω ελαφρά, προκαλώ αμυχή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]χράω < αβέβαιου ετύμ.
Ρήμα
[επεξεργασία]χράω (3)
- επιτίθεμαι, συγκρούομαι, ενσκήπτω
- τίς τοι κακὸς ἔχραε δαίμων;
- είμαι πρόθυμος να..., θέλω να...
- μνηστῆρες . . , οἳ τόδε δῶμα ἐχράετ᾽ ἐσθιέμεν καί πινέμεν