ἄνεμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άνεμος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄνεμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄνεμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄνεμος αρσενικό

  1. άνεμος
  2. (μεταφορικά)
    1. το πνεύμα του Θεού
    2. δαίμονας, διάβολος
  3. αέρια εντέρων
  4. (σπάνιο) κάτι άπιαστο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ἀνεμ- 

και



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰνεμο-
ονομαστική ἄνεμος οἱ ἄνεμοι
      γενική τοῦ ἀνέμου τῶν ἀνέμων
      δοτική τῷ ἀνέμ τοῖς ἀνέμοις
    αιτιατική τὸν ἄνεμον τοὺς ἀνέμους
     κλητική ! ἄνεμε ἄνεμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνέμω
γεν-δοτ τοῖν  ἀνέμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄνεμος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂enh₁mos[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁- (φυσάω, πνέω). Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀀𐀚𐀗 (a-ne-mo), λατινική anima (πνοή, άνεμος, ψυχή) (< ιταλική anima, γαλλική âme, ισπανική alma.[2]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄνεμος αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ἀνεμ- 

και

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ἄνεμος στο αγγλικό Βικιλεξικό
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.