Ανατολίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.toˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐να‐το‐λί‐της
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Ανατολίτης < μεσαιωνική ελληνική Ἀνατολίτης < Ἀνατολή < αρχαία ελληνική ἀνατολή < ἀνατέλλω < ἀνά + τέλλω
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ανατολίτης αρσενικό (θηλυκό Ανατολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο προερχόμενος ή καταγόμενος από την Τουρκία και γενικότερα από χώρα της Εγγύς ή Μέσης Ανατολής ή αυτός που ζει στις χώρες αυτές
- (μεταφορικά) εκείνος που θεωρεί τον άνδρα ανώτερο της γυναίκας και φέρεται αναλόγως· ή γενικότερα έχει τις αντιλήψεις και προτιμήσεις των κατοίκων αυτών των χωρών (στον τρόπο ζωής, στις συνήθειες, στο φαγητό, στη συμπεριφορά κ.λπ.)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Ανατολία
- ανατολίτικος
- Ανατολίτης (επώνυμο)
- → δείτε τις λέξεις ανατολή και ανατέλλω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ανατολίτης | οι | Ανατολίτηδες |
γενική | του | Ανατολίτη* | των | Ανατολίτηδων |
αιτιατική | τον | Ανατολίτη | τους | Ανατολίτηδες |
κλητική | Ανατολίτη | Ανατολίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ανατολίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Ανατολίτης < πατριδωνυμικό Ανατολίτης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ανατολίτης αρσενικό (θηλυκό Ανατολίτη ή Ανατολίτου)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)