ύλη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +fi:ύλη |
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους |
||
Γραμμή 45: | Γραμμή 45: | ||
* [[υλοποιώ]] |
* [[υλοποιώ]] |
||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
{{ |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|matter}} |
* {{en}} : {{τ|en|matter}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 51: | Γραμμή 51: | ||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
{{-}} |
{{μτφ-μέση}} |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|matière}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|matière}} |
||
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 88: | Γραμμή 88: | ||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
{{)}} |
|||
{{κλείδα ταξινόμησης|υλη}} |
{{κλείδα ταξινόμησης|υλη}} |
Αναθεώρηση της 19:31, 6 Φεβρουαρίου 2010
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ύλη | οι | ύλες |
γενική | της | ύλης | των | υλών |
αιτιατική | την | ύλη | τις | ύλες |
κλητική | ύλη | ύλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ύλη < αρχαία ελληνική ὕλη
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πρότυπο:-ουσ- ύλη θηλυκό
- η ουσία από την οποία αποτελούνται όλα τα σώματα. Διαθέτει φυσικές και χημικές ιδιότητες, αποτελείται από μικροσκοπικά σωματίδια και μπορεί να βρίσκεται σε στερεή, υγρή ή αέρια μορφή
- οργανική / ανόργανη ύλη
- καθετί που έχει μάζα, όγκο και βάρος και το αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις
- η ουσία κατασκευής κάποιου πράγματος
- ξύλινη / μεταλλική ύλη
- κάθετι που φθείρεται και χρησιμοποιείται για να παραχθεί κάτι άλλο
- καύσιμη ύλη
- το περιεχόμενο ενός βιβλίου, μιας εφημερίδας, ενός εντύπου
- περιοδικό με πλούσια ύλη
- το γνωστικό αντικείμενο που περιλαμβάνει ένα μάθημα
- εξεταστέα / διδαχθείσα ύλη
- το αντικείμενο για το οποίο είναι κάποιος αρμόδιος
- καθετί που εκκρίνει το σώμα φυσιολογικά ή παθολογικά
- τα υλικά αγαθά, οι απολαύσεις του φαγητού, του ποτού κ.λπ. (σε αντίθεση με τις πνευματικές απολαύσεις}
- το κυνήγι της ύλης απασχολεί τον σύγχρονο άνθρωπο
- γραφική ύλη : οτιδήποτε είναι απαραίτητο για την γραφή ή την εξυπηρετεί
- εφ' όλης της ύλης : στα πάντα
- καθ' ύλην αρμόδιος : ο αρμόδιος για ένα θέμα
- καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο : το δικαστήριο που έχει την αρμοδιότητα να εκδικάζει μια υπόθεση
- πρώτη ύλη : κάλε υλικό αγαθό που χρησιμοποιείται σε πρωτογενή ή δευτερογενή μορφή στη βομηχανία ή τη βιοτεχνία για την παραγωγή άλλων αγαθών
- συνθετική ύλη : το υλικό που έχει παραχθεί με συνθετικά μέσα, όχι φυσικά