μήνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
εκφρ,πολ,συγγ |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
||
# περίοδος διαίρεσης του [[έτος|έτους]], βασισμένη ιστορικά στις φάσεις της Σελήνης. Το γρηγοριανό ημερολόγιο έχει δώδεκα μήνες. |
|||
: ''Καλό '''μήνα'''!'' : ευχή που κάνουμε την πρώτη του κάθε μηνός. |
: ''Καλό '''μήνα'''!'' : ευχή που κάνουμε την πρώτη του κάθε μηνός. |
||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
||
* '''είναι στο μήνα της''': λέγεται για έγκυο η οποία βρίσκεται στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσήνης της |
|||
* [[εννιά έχει ο μήνας]]: πλήρης αδιαφορία, [[πέρα βρέχει]] |
|||
* '''μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει''': λέγεται για να δείξει μόνιμες μηνιαίες υποχρεώσεις ή αποδοχές |
|||
*:''τι ανάγκη έχεις εσύ; μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει παίρνεις τα νοίκια σου και είσαι οκέι'' |
|||
* [[μήνας του μέλιτος]] |
* [[μήνας του μέλιτος]] |
||
* '''ο μήνας που θρέφει τους έντεκα''': |
|||
* '''το μήνα που δεν έχει Σάββατο''': ποτέ |
|||
===={{πολυλεκτικοί όροι}}==== |
|||
* [[σεληνιακός μήνας]] |
|||
* [[αστρικός μήνας]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* [[-μηνο]] |
|||
* [[-μηνος]] |
|||
* [[Μήνη]] |
* [[Μήνη]] |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
* [[έμμηνος]] |
* [[έμμηνος]] |
||
* [[εμμηνόπαυση]] |
* [[εμμηνόπαυση]] |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
* [[μηνιάτικο]] |
|||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
Αναθεώρηση της 21:29, 6 Νοεμβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | μήνας | οι | μήνες |
γενική | του/της | μήνα | των | μηνών |
αιτιατική | τον/τη | μήνα | τους/τις | μήνες |
κλητική | μήνα | μήνες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- μήνας < αρχαία ελληνική μήν < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *mēnō-. Βλέπε και λατινικό mensis, πρωτογερμανικό *mēnan-, αγγλικά moon, month
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μήνας αρσενικό
- περίοδος διαίρεσης του έτους, βασισμένη ιστορικά στις φάσεις της Σελήνης. Το γρηγοριανό ημερολόγιο έχει δώδεκα μήνες.
- Καλό μήνα! : ευχή που κάνουμε την πρώτη του κάθε μηνός.
Εκφράσεις
- είναι στο μήνα της: λέγεται για έγκυο η οποία βρίσκεται στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσήνης της
- εννιά έχει ο μήνας: πλήρης αδιαφορία, πέρα βρέχει
- μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει: λέγεται για να δείξει μόνιμες μηνιαίες υποχρεώσεις ή αποδοχές
- τι ανάγκη έχεις εσύ; μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει παίρνεις τα νοίκια σου και είσαι οκέι
- μήνας του μέλιτος
- ο μήνας που θρέφει τους έντεκα:
- το μήνα που δεν έχει Σάββατο: ποτέ
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
Δείτε επίσης
- Ιανουάριος, Γενάρης
- Φεβρουάριος, Φλεβάρης
- Μάρτιος, Μάρτης
- Απρίλιος, Απρίλης
- Μάιος, Μάης
- Ιούνιος, Ιούνης
- Ιούλιος, Ιούλης
- Αύγουστος
- Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης
- Οκτώβριος, Οκτώβρης, Οχτώβρης
- Νοέμβριος, Νοέμβρης
- Δεκέμβριος, Δεκέμβρης
Μεταφράσεις
μήνας
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «μηνασ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'μήνασ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'μήνας'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «μηνασ».