βλάκας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:214C:8204:AC00:7D3A:F17B:800F:E24B (συζήτηση) επιστροφή στην προ... |
→Μεταφράσεις: goon Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 24: | Γραμμή 24: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|idiot}}, {{τ|en|bumpkin}}, {{τ|en|simpleton}}, {{τ|en|yokel}}, {{τ|en|nitwit}} |
* {{en}} : {{τ|en|goon}}, {{τ|en|idiot}}, {{τ|en|bumpkin}}, {{τ|en|simpleton}}, {{τ|en|yokel}}, {{τ|en|nitwit}} |
||
* {{sq}} : {{τ|sq|marrë|noentry=1}} |
* {{sq}} : {{τ|sq|marrë|noentry=1}} |
||
* {{grc}} : {{τ|grc|βλάξ}}, {{τ|grc|ἄνους}} |
* {{grc}} : {{τ|grc|βλάξ}}, {{τ|grc|ἄνους}} |
Αναθεώρηση της 11:21, 28 Μαΐου 2016
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βλάκας | οι | βλάκες |
γενική | του | βλάκα | — | |
αιτιατική | τον | βλάκα | τους | βλάκες |
κλητική | βλάκα | βλάκες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- βλάκας < αρχαία ελληνική βλάξ
Ουσιαστικό
βλάκας αρσενικό
Εκφράσεις
- (αργκό) σαν βλάκας: πάρα πολύ
- έτρεχε πίσω της διαρκώς, την ήθελε σαν βλάκας
Συγγενικά
Σημειώσεις
- αν και είναι αρσενικό όνομα αποδίδεται και σε θηλυκά πρόσωπα:
- αυτή η γυναίκα είναι μεγάλος βλάκας
Μεταφράσεις
βλάκας