έτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη {{clear}} |
μ μείον άχρηστες ενδογραμμές |
||
Γραμμή 35: | Γραμμή 35: | ||
====={{πολυλεκτικοί όροι}}===== |
====={{πολυλεκτικοί όροι}}===== |
||
* [[έτος φωτός]] |
* [[έτος φωτός]] |
||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 16:00, 23 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έτος | τα | έτη |
γενική | του | έτους | των | ετών |
αιτιατική | το | έτος | τα | έτη |
κλητική | έτος | έτη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- έτος < αρχαία ελληνική ἔτος < ϝέτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wétos < *wet- (έτος) + *-os
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
έτος ουδέτερο
- χρονική περίοδος κατά την οποία η γη συμπληρώνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο
- χρονική περίοδος αντίστοιχη με το χρόνο περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο· ισοδυναμεί με 12 μήνες ή 365 μέρες, όμως καθορίζεται συμβατικά από τις ανθρώπινες κοινωνίες και κατά καιρούς διαφέρει
- σεληνιακό έτος, δίσεκτο έτος
- χρονική περίοδος που σχετίζεται με έναν ετήσιο κύκλο ανθρώπινων δραστηριοτήτων
- οικονομικό έτος, σχολικό έτος, ακαδημαϊκό έτος
Εκφράσεις
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
- επετειακός
- επέτειος
- μονοετής, διετής, τριετής κ.λπ.
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)