βουβόκυκνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουβόκυκνος < βουβ(ός) + -ό- + κύκνος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vuˈvo.ci.knos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐βό‐κυ‐κνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουβόκυκνος αρσενικό
- (πτηνό) είδος λευκού κύκνου ο οποίος έχει ένα μαύρο εξόγκωμα στο ράμφος του
- ※ Ο νανόκυκνος αναπαράγεται κυρίως στην αρκτική Τούνδρα, από την οποία φεύγει το φθινόπωρο κινούμενος για να διαχειμάσει από τη Δυτική Ευρώπη έως την Ιαπωνία. Στο Δέλτα του Έβρου οι πρώτοι νανόκυκνοι φθάνουν τον Οκτώβριο. Εκεί σχηματίζουν μεικτές ομάδες μαζί με τα άλλα δύο είδη κύκνων, που επίσης διαχειμάζουν στην Ελλάδα, τον αγριόκυκνο και τον βουβόκυκνο.
- Ελαφρός, Γιάννης (30 Μαρτίου 2023) Καταφύγιο για νανόκυκνους το Δέλτα του Εβρου, Η Καθημερινή
- ταξινομικός όρος: Cygnus olor, Gmelin, JF, 1789
- ※ Ο νανόκυκνος αναπαράγεται κυρίως στην αρκτική Τούνδρα, από την οποία φεύγει το φθινόπωρο κινούμενος για να διαχειμάσει από τη Δυτική Ευρώπη έως την Ιαπωνία. Στο Δέλτα του Έβρου οι πρώτοι νανόκυκνοι φθάνουν τον Οκτώβριο. Εκεί σχηματίζουν μεικτές ομάδες μαζί με τα άλλα δύο είδη κύκνων, που επίσης διαχειμάζουν στην Ελλάδα, τον αγριόκυκνο και τον βουβόκυκνο.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κύκνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουβόκυκνος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- βουβόκυκνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)