βουβόκυκνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βουβόκυκνος οι βουβόκυκνοι
      γενική του βουβόκυκνου των βουβόκυκνων
    αιτιατική τον βουβόκυκνο τους βουβόκυκνους
     κλητική βουβόκυκνε βουβόκυκνοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας βουβόκυκνος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουβόκυκνος < βουβ(ός) + -ό- + κύκνος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vuˈvo.ci.knos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐βό‐κυ‐κνος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βουβόκυκνος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • βουβόκυκνοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)