εκλιπών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εκλιπών | η | εκλιπούσα | το | εκλιπόν |
γενική | του | εκλιπόντος & εκλιπόντα1 |
της | εκλιπούσας & εκλιπούσης* |
του | εκλιπόντος |
αιτιατική | τον | εκλιπόντα | την | εκλιπούσα | το | εκλιπόν |
κλητική | εκλιπων | εκλιπούσα | εκλιπόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εκλιπόντες | οι | εκλιπούσες | τα | εκλιπόντα |
γενική | των | εκλιπόντων | των | εκλιπουσών | των | εκλιπόντων |
αιτιατική | τους | εκλιπόντες | τις | εκλιπούσες | τα | εκλιπόντα |
κλητική | εκλιπόντες | εκλιπούσες | εκλιπόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «επιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκλιπών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκλιπών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἐκλείπω < ἐκ + λείπω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *leykʷ- (λείπω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kliˈpon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐λι‐πών
Μετοχή[επεξεργασία]
εκλιπών, -ούσα, -όν
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- νεκρός
- λόγια:
- λαϊκότροπα:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'επιών' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)