εύζωνος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | εύζωνος | εύζωνοι |
γενική | ευζώνου | ευζώνων |
αιτιατική | εύζωνο | ευζώνους |
κλητική | εύζωνε | εύζωνοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εύζωνος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) (ιστορία) στρατιώτης του ελληνικού πεζικού, με παραδοσιακή στολή
- μέλος της ελληνικής προεδρικής φρουράς
Εναλλακτικές μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Εύζωνες στη Βικιπαίδεια
- φουστανέλα
- τσαρούχι
- φέσι