εὐερκής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐερκής τὸ εὐερκές
      γενική τοῦ/τῆς εὐερκοῦς τοῦ εὐερκοῦς
      δοτική τῷ/τῇ εὐερκεῖ τῷ εὐερκεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐερκ τὸ εὐερκές
     κλητική ! εὐερκές εὐερκές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐερκεῖς τὰ εὐερκ
      γενική τῶν εὐερκῶν τῶν εὐερκῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐερκέσ(ν) τοῖς εὐερκέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐερκεῖς τὰ εὐερκ
     κλητική ! εὐερκεῖς εὐερκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐερκεῖ τὼ εὐερκεῖ
      γεν-δοτ τοῖν εὐερκοῖν τοῖν εὐερκοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐερκής < (εὖ) εὐ- + -ερκής (< ἕρκος)[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

εὐερκής, -ής, -ές, υπερθετικός: εὐερκέστατος

  1. που έχει καλή περίφραξη, καλοτοιχισμένος, καλά περιφραγμένος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 472 (470-473)
    εἰνάνυχες δέ μοι ἀμφ᾽ αὐτῷ παρὰ νύκτας ἴαυον· | οἱ μὲν ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον, οὐδέ ποτ᾽ ἔσβη | πῦρ, ἕτερον μὲν ὑπ᾽ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς, | ἄλλο δ᾽ ἐνὶ προδόμῳ, πρόσθεν θαλάμοιο θυράων.
    Κι εννέα νύκτες έμειναν κοντά μου και αλλαζόνταν | στην φύλαξιν και την φωτιάν ακοίμητην κρατούσαν, | άλλην στης καλοτείχιστης αυλής μέσα στον γύρον | και άλλην στον πρόδρομον, εμπρός στην θύραν του θαλάμου·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 732 (731-732)
    ἑζόμενος δ᾽ ὅ γε θεῖος ἀνήρ, πεπνυμένα εἰδώς, | ἠ᾽ ὅ γε πρὸς τοῖχον πελάσας εὐερκέος αὐλῆς.
    Ο θεϊκός ο άνθρωπος, με το μυαλό το φρόνιμο, καθισμένος κατουρά | ή πλησιάζοντας στον τοίχο μιας αυλής καλοφραγμένης.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 13. Ξενοφῶντι Κορινθίῳ σταδιοδρόμῳ καὶ πεντάθλῳ, 109 (13.109)
    καὶ Μέγαρ᾽ Αἰακιδᾶν τ᾽ εὐερκὲς ἄλσος
    και τα Μέγαρα και των Αιακιδών το καλοφραγμένο τέμενος
    Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  2. (για πόρτες) ασφαλής
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 267 (267-268)
    θύραι δ᾽ εὐερκέες εἰσὶ | δικλίδες· οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο.
    πόρτες ασφαλισμένες, | δίφυλλες, ποιος θα μπορούσε τάχα να τις παραβιάσει.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  3. (για δίχτυα) που περιβάλλει, που περικλείει

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v.- ἕρκος σελ. 460 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]