κάμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
κάμα ουδέτερο
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάμα | τα | κάματα |
γενική | του | κάματος | των | καμάτων |
αιτιατική | το | κάμα | τα | κάματα |
κλητική | κάμα | κάματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- υπερβολική ζέστη
- Κάμα ανυπόφερτο κάνει τη θάλασσα να ανασαίνει βαριά. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
κάμα θηλυκό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάμα | οι | κάμες |
γενική | της | κάμας | των | καμών |
αιτιατική | την | κάμα | τις | κάμες |
κλητική | κάμα | κάμες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |