καστανοπράσινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καστανοπράσινος η καστανοπράσινη το καστανοπράσινο
      γενική του καστανοπράσινου της καστανοπράσινης του καστανοπράσινου
    αιτιατική τον καστανοπράσινο την καστανοπράσινη το καστανοπράσινο
     κλητική καστανοπράσινε καστανοπράσινη καστανοπράσινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καστανοπράσινοι οι καστανοπράσινες τα καστανοπράσινα
      γενική των καστανοπράσινων των καστανοπράσινων των καστανοπράσινων
    αιτιατική τους καστανοπράσινους τις καστανοπράσινες τα καστανοπράσινα
     κλητική καστανοπράσινοι καστανοπράσινες καστανοπράσινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καστανοπράσινος < κασταν(ός) + -ο- + πράσινος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.sta.noˈpɾa.si.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐στα‐νο‐πρά‐σι‐νος

Επίθετο[επεξεργασία]

καστανοπράσινος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • καστανοπράσινος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)