κοντότα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοντότα | οι | κοντότες |
γενική | της | κοντότας | — | |
αιτιατική | την | κοντότα | τις | κοντότες |
κλητική | κοντότα | κοντότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντότα < (άμεσο δάνειο) ιταλική condotta < λατινική conducta, θηλυκό του conductus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος conduco < con- + duco
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /konˈdo.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντό‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντότα θηλυκό
- (παρωχημένο) η συμφωνία ενός επαγγελματία (γιατρού, δασκάλου κ.λπ.) με μια ομάδα ανθρώπων (π.χ. ένα χωριό) για παροχή υπηρεσιών για κάποιο χρονικό διάστημα και (κατ’ επέκταση) το σχετικό συμβόλαιο που υπογράφεται ή η σχετική αμοιβή που συμφωνείται
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντότα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)