κοντότα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοντότα οι κοντότες
      γενική της κοντότας
    αιτιατική την κοντότα τις κοντότες
     κλητική κοντότα κοντότες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοντότα < (άμεσο δάνειο) ιταλική condotta < λατινική conducta, θηλυκό του conductus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος conduco < con- + duco

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /konˈdo.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ντό‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοντότα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]