ποθεινότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποθεινότατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποθεινότατος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.Θiˈno.ta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐θει‐νό‐τα‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ποθεινότατος, -η, -ο
- (λόγιο) υπερθετικός βαθμός του ποθεινός: πολύ ποθητός
- → χρειάζεται παράθεμα σε νεοελληνικό κείμενο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποθεινότατος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ποθεινότατος, -η, -ον
- υπερθετικός βαθμός του ποθεινός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα υπερθετικού βαθμού (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα υπερθετικού βαθμού (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)